- καταδυτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην κατάδυση ή αυτός που χρησιμεύει στην κατάδυση: Έχει καταδυτικά μηχανήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταδυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση 2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» ο αντικειμενικός φακός τού μικροσκοπίου β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή τού ανθρώπου μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
σιδηροκιβώτιο — το, Ν 1. σιδερένιο κιβώτιο 2. καταδυτικός κώδωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κιβώτιο (πρβλ. ξυλο κιβώτιο)] … Dictionary of Greek
υδατοβαπτικός — ή, ό, Ν φρ. «υδατοβαπτικός φακός» φυσ. φακός μικροσκοπίου κάτω από τον οποίο παρεμβάλλεται κατά τη διάρκεια τών παρατηρήσεων σταγόνα νερού, αλλ. καταδυτικός φακός … Dictionary of Greek